μοναχική

μοναχική
μοναχικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μοναχικῇ — μοναχικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακοίμητοι — Μοναχική αδελφότητα στο Βυζάντιο, της οποίας τα μέλη ονομάστηκαν έτσι επειδή στα κοινόβιά τους τελούσαν τη θεία λειτουργία –χωρισμένοι σε ομίλους– μέρα και νύχτα χωρίς καμιά διακοπή. Ιδρυτής της αδελφότητας, η οποία ήταν τριεθνής και τρίγλωσση… …   Dictionary of Greek

  • μοναχικῆι — μοναχικῇ , μοναχικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • ASCETAE — Tertulliano de Praescript. Exercitati, Basilio M. ἀςκηταὶ και τῆς αρετῆς φροντιςταὶ, Ascetae et virtutis unice studiosi, etc. Inter Iudaeos olim Pharisaei Essenique fuêre, saltem quoad speciem externam, de quorum disciplina severa, vide Casaubon …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • αζυγία — ἀζυγία, η (Α) [ἄζυγος] μοναχική ζωή, άγαμος βίος, αγαμία …   Dictionary of Greek

  • ασύμβολος — η, ο (Α ἀσύμβολος και ἀξύμβολος, ον) [συμβάλλω] νεοελλ. (για επιστήμη ἡ λόγο) αυτός στον οποίο δεν γίνεται χρήση συμβόλων ή παραστάσεων αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν συνεισφέρει σε τελετή ή σε δείπνο το μερίδιό του 2. (για δείπνο) αυτό που… …   Dictionary of Greek

  • ερημάς — ἐρημάς, άδος, ἡ (Α) ανώμαλο θηλ. τού επιθ. ερήμος, έρημος 1. έρημη, μοναχική 2. (με γεν.) στερημένη από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερήμος + ας, αδος (πρβλ. εβδομάς < έβδομος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”